φωνούλα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
η, Ν
1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα
2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατ-ούλα)].