φωνούλα

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

η, Ν
1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα
2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα)].