Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
η, Ν1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα)].