χαλκίτιδα
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
Greek Monolingual
η / χαλκῑτις, -ίτιδος, ΝΑ, γεν. και -ίτεως Α
ορυκτή στυπτηρία
νεοελλ.
(ενν. γη) μετάλλευμα χαλκού
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό
2. χρυσάνθεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα (πρβλ. ὀνυχ-ῖτις)].