μετάλλευμα
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
το μεταλλεύω
1. κάθε ορυκτή ύλη που περιέχει σε σημαντική αναλογία χρήσιμα μέταλλα, τα οποία χρειάζονται φυσική, χημική ή θερμική κατεργασία για να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία
2. (γενικά) κάθε ορυκτή ύλη που επιδέχεται επικερδή εκμετάλλευση, π.χ. το θείο.