μετάλλευμα
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Greek Monolingual
το μεταλλεύω
1. κάθε ορυκτή ύλη που περιέχει σε σημαντική αναλογία χρήσιμα μέταλλα, τα οποία χρειάζονται φυσική, χημική ή θερμική κατεργασία για να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία
2. (γενικά) κάθε ορυκτή ύλη που επιδέχεται επικερδή εκμετάλλευση, π.χ. το θείο.