μετάλλευμα

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

το μεταλλεύω
1. κάθε ορυκτή ύλη που περιέχει σε σημαντική αναλογία χρήσιμα μέταλλα, τα οποία χρειάζονται φυσική, χημική ή θερμική κατεργασία για να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία
2. (γενικά) κάθε ορυκτή ύλη που επιδέχεται επικερδή εκμετάλλευση, π.χ. το θείο.