ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
-άω, Νχολιάζω («κι ουδέ μανίζει, ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ' αρέσει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. -ιώ (πρβλ. ωχρ-ιώ)].