ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
-άω, Νχολιάζω («κι ουδέ μανίζει, ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ' αρέσει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. -ιώ (πρβλ. ωχριώ)].