χολιάζω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

Ν χόλος / χολή
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να θυμώσει ή να πικραθεί πολύ
2. (αμτβ.) οργίζομαι, θυμώνω.