ὀστρακῖτις

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

German (Pape)

[Seite 400] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίθος, Diosc.

Greek Monolingual

ὀστρακῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
κατώτερη ποικιλία της καδμ(ε)ίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμν-ίτις)].