ὀστρακῖτις

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

German (Pape)

[Seite 400] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίθος, Diosc.

Greek Monolingual

ὀστρακῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
κατώτερη ποικιλία της καδμ(ε)ίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμνίτις)].