χρυσοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βλέφαρο (πρβλ. καλλι-βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη.