μελάρρινος

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, (ῥινόν) black-skinned, Nonn.D.14.395,al.

Greek (Liddell-Scott)

μελάρρῑνος: -ον, (ῥινὸν) ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Νόνν. 14. 395, κτλ.

Greek Monolingual

μελάρρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ῥίς, ῥινός (πρβλ. έν-ρινος)].

German (Pape)

[ῑ], mit schwarzer Haut, γενέθλη, Nonn. D. 14.395.