ἡ, mockery, 2 Ep.Pet. 3.3.
-ῆς, ἡburla, mofa ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3.
ἐμπαιγμονή, η (Α)εμπαιγμός.
ἐμπαιγμονή: ἡ и ἐμπαιγμός ὁ глумление NT.
ῆς (ἡ) raillerieἐμπαίζω