ἐμπαιγμονή

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπαιγμονή Medium diacritics: ἐμπαιγμονή Low diacritics: εμπαιγμονή Capitals: ΕΜΠΑΙΓΜΟΝΗ
Transliteration A: empaigmonḗ Transliteration B: empaigmonē Transliteration C: empaigmoni Beta Code: e)mpaigmonh/

English (LSJ)

ἡ, mockery, 2 Ep.Pet. 3.3.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
burla, mofa ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3.

Greek Monolingual

ἐμπαιγμονή, η (Α)
εμπαιγμός.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαιγμονή: ἡ и ἐμπαιγμόςглумление NT.

French (New Testament)

ῆς (ἡ) raillerie
ἐμπαίζω

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar