ουλόθυμος
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
οὐλόθυμος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκέπτεται ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].