δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
-ῶ :anc. att;impf. 3ᵉ pl. ἐσῳκοδόμουν;bâtir à l'intérieur.Étymologie: εἰς, οἰκοδομέω.