Ἑκατεία
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Spanish (DGE)
(Ἑκᾰτεία) -ας, ἡ
bot. hecatea otro n. de la γλυκυσίδη peonía, Paeonia sp. γλαβρήνην ... ἣν πάντες καλέουσι θεοὶ ... γλυκυσίδην ... καὶ Ἰδαίαν Ἑκατείαν Poet.de herb.153.