ἀτρίβαστος
English (LSJ)
ον, = ἀτριβής (not rubbed, not traversed, pathless, not worn, not used, fresh, new, not galled, not practised in), not worn, ἵππος ἀ. πρὸς τραχέα a horse whose hoofs have not been worn off on rough ground, X. Eq. Mag. 8.3 (dub.l.).
Spanish (DGE)
-ον
no desgastado de caballos (διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέα X.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm 2), ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ungewohnt, auf rauhen Pfaden zu gehen, Xen. mag. equ. 8, 3, Gegensatz ἐκπεπονημένος τοὺς πόδας.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρίβαστος: непривыкший, неприученный (πρός τι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίβαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ἵππος τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3.
Greek Monolingual
ἀτρίβαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική τριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριβάζω < τρίβω.