φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω, = μορμολύττομαι, Phot.
[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.
ου (ὁ) :peur.Étymologie: cf. μέρμερος.
μόρμορος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].