μόρμορος

Revision as of 14:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω, = μορμολύττομαι, Phot.

German (Pape)

[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
peur.
Étymologie: cf. μέρμερος.

Greek Monolingual

μόρμορος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].