κινησίγαιος

Revision as of 15:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[σῐ], ον, gloss on ἐννοσίγαιος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1440] Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνησίγαιος: -ον, ὁ κινῶν τὴν γῆν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐννοσίγαιος, Ἡσύχ.

Spanish

que agita la tierra

Greek Monolingual

κινησίγαιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κινεί τη γη, ο εννοσίγαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- (< κινῶ) + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. εννοσίγαιος, επηλύγαιος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Léxico de magia

-ον que agita la tierra en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... ἀπειροδιοικητάς, κραταιόχθονας, κινησιγαίους os invoco a vosotros, administradores del infinito, que tenéis poder sobre la tierra, que agitáis la tierra P IV 1355