η, ον, = ἐνέρτατος, lowest, Hsch.
el más bajo
[Seite 246] = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.
νέρτατος: -η, -ον, = ἐνέρτατος, «ἔσχατος» Ἡσύχ.
νέρτατος, -άτη, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος».[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του νέρτερος].