νέρτατος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
η, ον, = ἐνέρτατος, lowest, Hsch.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 246] = ἐνέρτατος, der unterste, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νέρτατος: -η, -ον, = ἐνέρτατος, «ἔσχατος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νέρτατος, -άτη, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνέρτατος, ἔσχατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του νέρτερος].