νένασμαι

Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

pf. Pass. of ναίω (only poet.); also (in Prose) of νάσσω.

German (Pape)

[Seite 240] perf. zu ναίω u. νάσσω.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de ναίω et de νάσσω.

Russian (Dvoretsky)

νένασμαι:
I pf. pass. к ναίω I.
II pf. pass. к νάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

νένασμαι: παθητ. πρκμ. τοῦ ναίω (μόνον ποιητικ.)· ὡσαύτως τοῦ νάσσω. Ἀλλ’ οὐδέποτε εἶναι Δωρ. ἀντὶ τοῦ νένησμαι, ἐκ τοῦ νέω.

Greek Monotonic

νένασμαι:I. Παθ. παρακ. του ναίω.
II. επίσης, του νάσσω.