Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδικητικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐκητικός Medium diacritics: ἐκδικητικός Low diacritics: εκδικητικός Capitals: ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekdikētikós Transliteration B: ekdikētikos Transliteration C: ekdikitikos Beta Code: e)kdikhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, revengeful, Tz.ad Lyc.406.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.

German (Pape)

[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.