τρύγιος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Full diacritics: τρύγιος | Medium diacritics: τρύγιος | Low diacritics: τρύγιος | Capitals: ΤΡΥΓΙΟΣ |
Transliteration A: trýgios | Transliteration B: trygios | Transliteration C: trygios | Beta Code: tru/gios |
τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου, Hsch.
ὁ, Α τρύξ, τρυγός]
1. (κατά τον Ησύχ.) «τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου»
2. (κατ' άλλους) προσωνυμία του Διός.