σύμπονος

Revision as of 20:14, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

= assessor, Gloss.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. συνεργάτης, σύντροφος στη δουλειά
2. σύμβουλος διοικητικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. κατά-πονος].