= assessor, Gloss.
-ον, Μ1. συνεργάτης, σύντροφος στη δουλειά2. σύμβουλος διοικητικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. κατά-πονος].