σύμπονος

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπονος Medium diacritics: σύμπονος Low diacritics: σύμπονος Capitals: ΣΥΜΠΟΝΟΣ
Transliteration A: sýmponos Transliteration B: symponos Transliteration C: symponos Beta Code: su/mponos

English (LSJ)

= assessor, Glossaria.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. συνεργάτης, σύντροφος στη δουλειά
2. σύμβουλος διοικητικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. κατά-πονος].