θανατήσιμος

Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. sq.

German (Pape)

[Seite 1186] dasselbe, von Poll. 5, 132 verworfen, wo aber Bekk. θανατήσιος liest.

Greek Monolingual

θανατήσιμος, -ίμη, -ον (Μ) θανατώ
1. θανάσιμος
2. το αρσ. ως ουσ.θανατήσιμος
ο θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θανατησ- του θανατώ (ΙΙ) (πρβλ. μέλλ. θανατήσ-ω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. αινέσ-ιμος < θ. αινέσ- του αινώ)].