θανατώ

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

(I)
θανατῶ, -άω (Α) θάνατος
1. επιθυμώ να πεθάνω
2. είμαι ετοιμοθάνατος.
(II)
θανατῶ, -έω (Μ) θάνατος
προκαλώ τον θάνατο, θανατώνω.
(III)
(AM θανατῶ, -όω) θάνατος
βλ. θανατώνω.