εὐπαράδεκτος
English (LSJ)
ον, A easily received, acceptable, ἐπίνοιαι Plb.10.2.11 (Comp.), cf. Phld.D.1.24 (Comp.): in Gramm., admissible, A.D. Pron.89.7, al.; opp. ἀπόβλητος, Id.Synt.164.25; easy to admit, σαφὲς καὶ εὐ. Plot.6.4.1. II receiving readily, [λάκκοι] εὐ. ὕδατος Ph.1.572: metaph., [εὐφυΐα] εὐ. σπερμάτων ἀρετῆς ib.136; εὐ. πρὸς τὰ θεωρήματα ib.572.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht anzunehmen, glaubhaft, Strab. 1, 2, 10; im compar., Pol. 10, 2, 11; – bei Philo auch act., leicht annehmend, τινός.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράδεκτος: легко допустимый, приемлемый (ἐπίνοιαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράδεκτος: -ον, εὐκόλως γινόμενος δεκτός, εὐπρόσδεκτος, Πολύβ. 10. 2, 11, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 114Α. ΙΙ. ἑτοίμως δεχόμενος, τινος Φίλων 1. 136· οὕτως, εὐπαράδοχος Κύριλλ. Ἀλ. ΙΙΙ. 961Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαράδεκτος, -ον)
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. αυτός που εύκολα δέχεται κάτι
2. μτφ. επιδεκτικός.
επίρρ...
ευπαραδέκτως (Α εὐπαραδέκτως)
ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-δεκτός (< παραδέχομαι)].