σωματίζω
English (LSJ)
A embody, Herm. ap. Stob.1.49.45. II put into documentary form, execute, PThead.5.19 (iv A.D.), PMasp.133.6 (vi A.D.). 2 register, book, σωματίσαντός μοι . . πόρον POxy.2131.12 (iii A.D.):—Pass., c.dat., -ίσθησαν τοῖς δεῖνα ἄρουραι ib.1044.26 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpern, pass., Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 984.
Greek (Liddell-Scott)
σωματίζω: (σῶμα) περιβάλλω με σῶμα, ὡς τὸ ἐνσωματόω, ἵνα κόλασιν... ἐν τῷ σεσωματίσθαι ὑπομένωσιν (αἱ ψυχαὶ) Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.
Spanish
Greek Monolingual
Α σῶμα, σώματος]
1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω
2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο
3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου.
Léxico de magia
en v. med.-pas. materializarse, tomar cuerpo entidad mágica en un demon σοὶ λέγω, τῷ καταχθονίῳ δαίμονι, τῷ ἡ οὐσία τῆσδε ἐσωματίσθη ἐν τῇδε τῇ νυκτί a ti te hablo, demon subterráneo, en quien ha tomado cuerpo esta noche la entidad mágica de ésta P IV 2089