ενσαρκώνω

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295

Greek Monolingual

και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, -όω) ένσαρκος
δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση
νεοελλ.
1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση
2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα
3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις ελπίδες του λαού»).