ενσαρκώνω

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, -όω) ένσαρκος
δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση
νεοελλ.
1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση
2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα
3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις ελπίδες του λαού»).