προγαμέω

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A live with a woman before marriage, Str.6.1.8:—Pass., of a woman, to be married before, τινι App.Syr.68. II marry first or before, Ph.2.304, Plu.Alex.70. 2 live in wedlock before or already, BGU183.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] (s. γαμέω), vorher heirathen, beschlafen; Strab. 6, 1, 8; Schol. Od. 11, 325.

Russian (Dvoretsky)

προγᾰμέω: раньше жениться: προγεγαμηκώς Plut. уже раньше вступивший в брак.

Greek (Liddell-Scott)

προγᾰμέω: συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-γαμέω eerder trouwen.