κατηγορητέον

Revision as of 21:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A one must accuse, lay the blame on, τῶν πραγμάτων Isoc.3.2; αὑτοῦ Pl.Grg.508b. II one must assert, ὡςId.Tht.167a; one must predicate, τι κατά τινος Epicur.Ep.1p.25U.; τοῦ ἐπέκεινα οὐδὲ τοῦτο κ. Plot.3.7.2.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de κατηγορέω.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγορητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κατηγορήσῃ, τινὸς Ἰσοκρ. 27Α. ΙΙ. πρέπει νὰ ἀποδείξῃ τις ἢ βεβαιώσῃ, ἢ εἴπῃ…, Πλάτ. Θεαίτ. 167A.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηγορητέον, adj. verb. van κατηγορέω, er moet beschuldigd worden;. οὐδὲ κατηγορητέον men mag niet beweren Plat. Tht. 167a.