κατηγορέω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
A speak against, esp. before judges, accuse, opp. ἀπολογέομαι, c. gen., Hdt.2.113, 8.60, Lys.14.21, Ar.Pl.1073, etc.; τῆς πόλεως Pl.Mx.244e: less freq. κατά τινος X.HG1.7.9; κ. τινὸς πρὸς τὴν πόλιν denounce him publicly, Pl.Euthphr.2c; κατηγόρεις [αὐτῶν] ὡς λέγοιεν you accused them of saying, D.21.134, cf. X.HG7.1.38; κ. τινὸς ὅτι… ib.1.7.17; τῶν ἱππέων ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατηγόρει D.21.197; τῆς ἐμῆς [τύχης] κατηγορεῖς Id.18.266, cf. Isoc.3.4.
2 κ. τί τινος bring as a charge against a person, accuse him of it, δείν' ἔπη μου S.OT514, cf. E.Or.28, etc.; τῶν ἄλλων μωρίαν X.Mem.1.3.4; ὃς ἐμοῦ Φιλιππισμὸν κατηγορεῖ D.18.294; κ. τι κατά τινος Hyp.Eux.23; τινὸς περί τινος And.1.110, Th.8.85: c. inf., κ. τινὸς παθεῖν τι Pl.Grg. 482c: c. dupl. gen., παρανόμων κ. τινός D.21.5.
3 c. acc. rei only, allege in accusation, Hdt. 2.113; μωρίαν ἐμήν E.Heracl.418; τὴν πονηρίαν τῶν γονέων Pl.Prt. 346a; τὰ γεγονότα κ. Antipho 1.10, cf.Ar.V.932, Ra.996 (lyr.), Lys. 13.31, D.19.9:—Pass., to be brought as an accusation against, κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου; S.OT529; ἀδικία πολλὴ κ. αὐτοῦ Th.1.95; τὰ πρῶτά μου ψευδῆ κατηγορημένα the first false charges brought against me, Pl.Ap.18a, cf. Lys.16.9; τὰ κατηγορηθέντα Antipho 5.85, And.1.24; τἀδικήμαθ' ἃ κατηγορεῖται D.21.136: impers., followed by inf., σφέων… κατηγόρητο μηδίζειν = a charge had been brought against them that... Hdt.7.205; κατηγορεῖτό τινος ὡς βαρβαρίζοι X.HG5.2.35; κατηγορουμένου δ' αὐτοῦ, ὅτι… a charge being brought against him, that... ib.3.5.25.
b rarely in Pass., of the person, to be accused, οἱ κατηγορούμενοι And.1.7, cf. Luc.Tim.38 (s.v.l.).
4 abs., to be an accuser, appear as prosecutor, Ar.V.840, 842, Pl.917, Pl.Ap.18e, etc.
II signify, indicate, prove, c.acc.rei, [τὸ νεαρὸν] κ. τὴν ὀλιγοετίαν X.Cyr.1.4.3, cf. Plu.2.695d, Adam.1.5,al.; ἀσθένειαν μᾶλλον ἢ δύναμιν Plot.4.6.3; display, οἱ πολλὴν κατηγοροῦντες ἀπειροκαλίαν Luc.Nigr. 21: c. gen. pers., εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ A.Ag.271, cf. E.Fr.690, S.Aj.907, etc.; ὠκύτητα κ. τοῦ κυνός Philostr.Im.2.26.
2 followed by relat., declare, assert, αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι Ἑλληνικόν Hdt.3.115; κ. ὅτι… Id.4.189, Pl.Phd. 73b (impers.): abs., make a definite assertion, Id.Tht.208b.
III in Logic, predicate of a person or thing, τί τινος Arist.Cat.3a19,al., Epicur.Fr.250; κυρίως, καταχρηστικῶς κ, Phld.Po.5.15; ἐναντίως ὑπὲρ τῶν αὐτῶν Id.Oec.p.60 J.: —more freq. in Pass., to be predicated of... τινος Arist.Cat.2a21, APr. 26b9, al.; κατά τινος Id.Cat.2a37; κατὰ παντὸς ἢ μηδενός Id.APr.24a15: less freq. ἐπί τινος Id.Metaph.998b16, 999a15; so later ἐφ' ἑνὸς οἴονται θεοῦ ἑκάτερον τῶν ὀνομάτων κατηγορῆσθαι D.H.2.48; περί τινος Arist. Top.140b37; τὸ κοινῇ κατηγορούμενον ἐπὶ πᾶσιν Id.SE179a8: abs., τὸ κατηγορούμενον = the predicate, opp. τὸ ὑποκείμενον = (the subject), Id.Cat.1b11, cf.Metaph.1043a6, al.; κατηγορεῖν καὶ κατηγορεῖσθαι = to be subject and predicate, Id.APr.47b1.
2 affirm, opp. ἀπαρνέομαι, ib.41a10. Adv. κατηγορουμένως categorically, roundly, Phld.Ir.p.90 W.
German (Pape)
[Seite 1400] gegen Einen reden, ihn schelten; εὐλογοῦντες ἢ κατηγοροῦντες Plat. Hin. 320 e; bes. vor Gericht anklagen, verklagen; absolut, σὺ δὲ κατηγόρει παρών Ar. Vesp. 840; Plut. 917; c. gen. der Person, εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ Aesch. Ag. 262, im guten Sinne, daß du es wohl meinst, zeigt dein Auge; Ar. Plut. 1073; τῶν συμμάχων Her. 8, 60; τῆς πόλεως Plat. Menez. 244 e; auch κατά τινος, Xen. Hell. 1, 7, 9, N.T.; τινὸς πρὸς τὴν πόλιν, bei dem Staate anklagen, Plat. Euthyph. 9 c; Sp., wie Plut. Poplic. 4; τινὸς περί τινος, Thuc. 8, 85, wie Dem. 9, 46; τινός τι, Einem Etwas vorwerfen, Schuld geben, δείν' ἔπ η πεπ υσμένος κατηγορεῖν μου τὸν τύραννον Soph. O. R. 514; τίνα λόγον Λοξίου κατηγορεῖς; Eur. Ion 931; Φοίβου ἀδικίαν Or. 28; in Prosa, Plat. Rep. X, 605 c; ἐμοῦ τὰ τῶν τριάκοντα ἁμαρτήματα Lys. 25, 5; Dem. Mid. 5 u. sonst bei Rednern; mit dem bloßen accus. der Sache, Eur. Heracl. 418; vgl. Xen. Mem. 1, 3, 4; pass., κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου Soph. O. R. 529; σφέων μεγάλως κατηγόρητο μηδίζειν, man klagte sie der Verbindung mit den Persern an, Her. 7, 205; τὰ πρῶτά μου ψευδῆ κατηγορημένα Plat. Apol. 18 a; τὰ κατηγορηθέντα Antiph. 5, 85 Andoc. 1, 24 Lys. 16, 9 u. sonst, die Anklagepunkte. – Auch mit doppeltem gen., παρανόμων ἢ παραπρεσβείας ἤμελλον αὐτοῦ κατηγορεῖν Dem. 21, 5. – Allgemein, wie in der Stelle des Aesch., anzeigen, durch Zeichen zu erkennen geben, verrathen, vgl. Soph. Ai. 891; αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὥς ἐστι Ἑλληνικόν Her. 3, 115; νεαρόν, ὃ κατηγορεῖ τὴν ὀλιγοετίαν Xen. Cyr. 1, 4, 3; καὶ δηλοῦν Dem. 45, 20; Sp., wie Luc. Nigr. 21 ἀπειροκαλίαν; – οὐδὲ κατηγορητέον, man muß nicht behaupten, ὡς ὁ μὲν κάμνων ἀμαθής, ὁ δὲ ὑγιαίνων σοφός Plat. Theaet. 167 a; – von Einem Etwas aussagen, Arist. u. Folgde; ἐφ' ἑνὸς οἴονται θεοῦ ἑκάτερον τῶν ὀνομάτων κατηγορῆσθαι D. Hal. 2, 48.
French (Bailly abrégé)
κατηγορῶ :
I. parler contre :
1 blâmer, décrier;
2 accuser en justice, accuser : τινος, κατά τινος, τινός τι qqn de qch ; Pass. κατηγορεῖταί τινος avec l'inf. on accuse qqn de…;
II. faire connaître, révéler, rendre visible : τὴν ὀλιγοετίαν XÉN trahir son jeune âge ; ἀπειροκαλίαν LUC trahir sa sottise ; κατηγορέει τὸ οὔνομα ὥς ἐστι Ἑλληνικόν HDT son nom accuse son origine grecque ; • impers. κατηγορεῖ PLAT cela se voit;
III. exprimer, signifier, énoncer :
1 t. de log. affirmer qch d'un sujet ; Pass. être affirmé ; abs. τὸ κατηγορούμενον l'attribut, le prédicat ; τὰ κατηγορούμενα les prédicables, les catégories;
2 affirmer.
Étymologie: κατήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηγορέω [κατήγορος] imperf. κατηγόρουν; aor. κατηγόρησα, aor. pass. κατηγορήθην; perf. κατηγόρηκα, med.-pass. κατηγόρημαι, plqperf. med.-pass. κατηγορήμην; fut. κατηγορήσω; fut. pass. κατηγορηθήσομαι aanklagen, een aanklacht indienen tegen, beschuldigen, met gen.:; κατηγόρεον τοῦ Ἀλεξάνδρου zij klaagden Alexander aan Hdt. 2.113.3; met gen. en acc. v. h. inw. obj.:; δείν’ ἔπη … κατηγορεῖν μου dat hij mij van vreselijke dingen beschuldigt Soph. OT 514; ἐμου Φιλιππισμόν … κατηγορεῖ hij klaagt mij aan wegens steun aan Philippus Dem. 18.294; met dubbele gen.:; παρανόμων … αὐτοῦ κατηγορεῖν hem voor onwettig handelen aanklagen Dem. 21.5; met gen. en πρός/εἰς + acc.: iemand aanklagen bij; met gen. en περί + acc.:; κατηγόρησαν δέ μου καὶ περὶ τῆς ἱκετηρίας zij hebben mij ook aangeklaagd in verband met de olijftak And. 1.110; κ. met gen. en ὅτι, ὡς of inf. iem. aanklagen dat...; abs. als aanklager optreden:; σὺ δὲ κατηγόρει παρών jij moet hier als aanklager optreden Aristoph. Ve. 840; onpers. pass. κατηγορεῖται, met gen. en inf..;: σφέων … κατηγόρητο μηδίζειν de aanklacht tegen hen was dat zij heulden met de Perzen Hdt. 7.205.3; met ὅτι of ὡς:; κατηγορεῖτο... ὡς βαρβαρίζοι de aanklacht luidde dat hij heulde met de barbaren Xen. Hell. 5.2.35; ptc. perf. pass. subst.: τὰ κατηγορημένα de punten van de aanklacht Plat. Ap. 18a. onthullen, bewijzen:; κ. τὴν ὀλιγοετίαν de jeugdige leeftijd verraden Xen. Cyr. 1.4.3; κ. ἀπειροκαλίαν gebrek aan smaak demonstreren Luc. 8.21; met gen.:; τόδ’ ἔγχος περιπετοῦς κατηγορεῖ deze lans is het bewijs dat hij erop is gevallen Soph. Ai. 907; met ὅτι of ὡς:; αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι ῾Ελληνικόν de naam zelf bewijst dat het Grieks is Hdt. 3.115.2; onpers.: κατηγορεῖ ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει het bewijst dat het zo zit Plat. Phaed. 73b filos. een bewering doen:. ἢ μήπω κατηγορῶμεν; of mogen we dit nog niet beweren? Plat. Tht. 208b.
Russian (Dvoretsky)
κατηγορέω:
1 порицать, упрекать, бранить (εὐλογοῦντες ἢ κατηγοροῦντες Plat.);
2 обвинять (κ. ἢ ἀπολογεῖσθαι Lys.): κ. τινος Her., Lys., NT и κατά τινος Xen. обвинять кого-л.; κ. τινός τι Soph., NT, τινος περί τι Thuc. или περί τινος NT и τινός τινος Dem. обвинять кого-л. в чем-л.; κ. τινος πρός τινα Plat. обвинять кого-л. перед кем-л.; τὰ κατηγορημένα Plat. обвинения;
3 обнаруживать, показывать (τὴν ὀλιγοετίαν Xen.; ἀπειροκαλίαν Luc.): εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σου κατηγορεῖ Aesch. глаза твои свидетельствуют о (твоем) сочувствии; σαφέστατα κατηγορεῖ, ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει Plat. совершенно очевидно, что дело обстоит (именно) так;
4 высказывать(ся), утверждать: κατηγορεῖσθαί τινος, κατά, περί и ἐπί τινος или ἐπί τινι Arst. быть высказываемым (утверждаться) о чем-л.; τὸ κατηγορούμενον Arst. высказывание, лог. и филос. предикат;
5 высказывать(ся) утвердительно, утверждать (μήτε κ. μήτ᾽ ἀπαρνεῖσθαι Arst.).
English (Strong)
from κατήγορος; to be a plaintiff, i.e. to charge with some offence: accuse, object.
English (Thayer)
κατηγόρω; imperfect κατηγόρουν; future κατηγορήσω; 1st aorist κατηγόρησα; present passive κατηγοροῦμαι; (κατά and ἀγορεύω, properly, to speak against (cf. κατά, III:7) in court, in the assembly of the people), to accuse;
a. before a judge: absolutely (to make accusation), τίνος, to accuse one, T Tr text WH; R L Tr brackets; Demosthenes 515 at the end): Buttmann, § 132,16 at the end), since the common construction in Greek authors is κατηγόρουν τί τίνος, cf. Matthiae, § 370 Anm. 2, p. 849f, and § 378, p. 859; cf. Winer's Grammar, § 30,9a.); τίνος περί τίνος, Thucydides 8,85; Xenophon, Hell. 1,7, 2); with the genitive of person and accusative of the thing, πολλά should be taken adverbially: much, vehemently); πόσα, L T Tr WH (Euripides, Or. 28); followed by κατά with the genitive of person, Xenophon, Hell. 1,7, 9 (cf. Winer's Grammar, § 28,1; p. 431 (402); Buttmann, § 132,16)); passive to be accused (as Xenophon, Hell. 3,5, 25; cf. Buttmann, § 134,4): ὑπό τίνος, L T Tr WH for παρά (τό τί κτλ., why (A. V. wherefore) he was accused; unless it is to be explained, what accusation was brought forward etc.); ὁ κατηγορούμενος, Xenophon, mem. 1,3, 4): absolutely, τίνος, Buttmann, 295 (254)); R G Tr: solecistically τινα, L T WH (cf. Buttmann, § 132,16). [ SYNONYMS: αἰτίασθαι, διαβάλλειν, ἐγκάλειν, ἐπικάλειν, κατηγορεῖν: αἰτίασθαι to accuse with primary reference to the ground of accusation (αἰτία), the crime; κατηγορεῖν to accuse formally and before a tribunal bring a charge against (κατά suggestive of animosity) publicly; ἐγκάλειν, to accuse with publicity (καλεῖν), but not necessarily formally or before a tribunal; ἐπικάλειν 'to cry out upon' suggestive of publicity and hostility; διαβάλλειν, properly, to make a verbal assault which reaches its goal (διά); in distinction from the words which allude to authorship (αἰτιάομαι), to judicial procedure (κατηγορέω), or to open averment (ἐγκαλέω, ἐπικαλέω), διαβάλλω expresses the giving currency to a damaging insinuation. διάβολος a secret and calumnious, in distinction from κατήγορος an open and formal, accuser. Schmidt, chapter 5.]
Greek Monotonic
κατηγορέω: μέλ. κατηγορήσω (ἀγορεύω),
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, μέμφομαι, τινός, σε Ηρόδ.· κατά τινος, σε Ξεν.
2. κ. τί τινος, επιφέρω ή επισύρω κατηγορία κατά ενός προσώπου, τον κατηγορώ γι' αυτό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
3. με αιτ. πραγμ. μόνο, αναφέρω σαν κατηγορία έναντι κάποιου, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· απρόσ. με απαρ., σφέων κατηγόρητο μηδίζειν, τους αποδόθηκε η κατηγορία ότι μιμούνταν τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως, κατηγορεῖταί τινος ὡς βαρβαρίζει, σε Ξεν.
4. απόλ., είμαι κατήγορος, εμφανίζομαι ως κατήγορος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. σημαίνω, αποδεικνύω, υποδεικνύω, υποδηλώνω, Λατ. arguo, με αιτ. πράγμ., τι, σε Ξεν.· με γεν., λέω για, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγορέω: (ἀγορεύω), ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, ἀντίθ. τῷ εὐλογῶ, ἰδίως ἐνώπιον δικαστῶν, φέρω κατηγορίαν, ἐναντίον τοῦ ἀπολογέομαι, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 2. 113., 8. 60, Λυσ. 141. 32, κτλ. σπανιώτερον, κατά τινος Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 9· κ. τινος πρὸς τὴν πόλιν, δημοσίᾳ μέμφομαι, ψέγω, Πλάτ. Εὐθύφρ. 2C· κατηγόρεις αὐτῶν ὡς λέγοιεν Δημ. 558. 23, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 38· κ. τινος ὅτι…, αὐτόθι 1. 7, 17· τῶν ἱππέων... πρὸς ὑμᾶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατηγόρει Δημ. 578. 4· κ. τῆς τύχης ὡς φαύλης, ὁ αὐτ. 315. 18, πρβλ. Ἰσοκρ. 27C· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., κ. τινος παθεῖν τι Πλάτ. Γοργ. 482C. 2) κ. τί τινος, λέγω, φέρω ὡς αἰτίαν κατηγορίας ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 2. 113, Σοφ. Ο. Τ. 514, Εὐρ. Ὀρ. 28, κτλ.· ὃς ἐμοῦ Φιλιππισμὸν κατηγόρει Δημ. 323. 24· κ. τι κατά τινος Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 34·- τινος περί τινος Ἀνδοκ. 15. 1, Θουκ. 8. 85· ὡσαύτως μετὰ διπλ. γεν., παρανόμων ἢ παραπρεσβείας κ. τινος Δημ. 515, ἐν τέλ. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ἀναφέρω ὡς κατηγορίαν, ἀναφέρω, Λατ. objicere, τῶν δὲ μωρίαν ἐμὴν κ. Εὐρ. Ἡρακλ. 418, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 346Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· κ. τὰ γεγονότα Ἀντιφ. 112. 34, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 932, Βάτρ. 996, Δημ. 343. 24.- Παθ., φέρεται ὡς κατηγορία ἐναντίον τινός, κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου Σοφ. Ο. Τ. 529· ἀδικία πολλὴ κατηγορεῖτο αὐτοῦ Θουκ. 1. 95· τὰ πρῶτά μου ψευδῆ κατηγορημένα, αἱ πρῶται ψευδεῖς ἐναντίον μου κατηγορίαι, Πλάτ. Ἀπολ. 18Α· τὰ κατηγορηθέντα Ἀντιφῶν 139. 24, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 38· τἀδικήματα ἃ κατηγορεῖται Δημ. 559. 11·- ἀπροσ., ἑπομένης ἀπαρεμφ., σφέων… κατηγόρητο μηδίζειν, εἶχεν ἐνεχθῆ κατηγορία κατ’ αὐτῶν ὅτι…, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 1. 95· οὕτω, κατηγορεῖταί τινος ὡς βαρβαρίζει Ξεν. Ἑλλ. 5. 2. 35· κατηγορουμένου δ’ αὐτοῦ ὅτι…, φερομένης κατηγορίας ἐναντίον του ὅτι..., αὐτόθι 3. 5, 25. β) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου προσώπου, «κατηγοροῦμαι», οἱ κατηγορούμενοι Ἀνδοκ. 2. 2. 4) ἀπολ., εἶμαι κατήγορος, ἐμφανίζομαι ὡς κατήγορος, Ἀριστοφ. Σφ. 840. 842, Πλούτ. 917, Πλάτ. Ἀπολ. 18Ε κτλ. ΙΙ. σημαίνω, δεικνύω, ἀποδεικνύω, Λατ. arguo, μετ’ αἰτ. πράγμ., τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 907· μετὰ γεν. προσ., λέγω περί τινος, εὖ γάρ φρονοῦντος ὄμμα σου κατηγορεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 271. 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως λέγω σαφῶς, διακηρύττω, διαβεβαιῶ, αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 3. 115, πρβλ. 4. 189· κατ. ὅτι... Πλάτ. Φαῖδρ. 73Β·- ἀπολ., ἐκφράζω γνώμην, ἀποφαίνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 208Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, ἀποδίδω τι εἴς τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ὡς κατηγορούμενον (ὡς ἰδιότητα), καὶ ἐν τῷ παθ., χρησιμεύω ὡς κατηγορούμενον…, τινος Ἀριστ. Κατηγ. 5. 5, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.· κατά τινος Κατηγ. 3. 1, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· σπανιώτερον, ἐπί τινος Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 5, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2, 48· περί τινος Ἀριστ. Τοπ. 6. 3, 5· ἐπί τινι Σοφιστ. Ἐλέγχ. 22. 13· τὸ κατὰ παντὸς καὶ τὸ κατὰ μηδενὸς κατηγορεῖσθαι, ἐπὶ καθόλου καταφατικῶν καὶ ἀποφατικῶν προτάσεων, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 8·― ἀπολ., τὸ κατηγορούμενον, ἐναντίον πρὸς τὸ ὑποκείμενον, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 3. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 6, κ. ἀλλ.·― ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 32, 9, κατηγορεῖν καὶ κατηγορεῖσθαι, συνδυάζονται, = εἶμαι ὑποκείμενον μιᾶς προτάσεως καὶ κατηγορούμενον τῆς ἄλλης. 2) βεβαιῶ, ἐναντίον τοῦ ἀπαρνέομαι (ἀποφάσκω, ἀρνοῦμαι), Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 6. 3) τὰ κατηγορούμενα = αἱ κατηγορίαι (ΙΙ), Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 4.
Middle Liddell
ἀγορεύω
I. to speak against, to accuse, τινός Hdt.; κατά τινος Xen.
2. κ. τί τινος, to state or bring as a charge against a person, accuse him of it, Hdt., Soph., etc.
3. c. acc. rei only, to allege in accusation, allege, Lat. objicere, Eur., Xen., etc.:—Pass. to be brought as an accusation against, Soph., Thuc., etc.:—impers., c. inf., σφέων κατηγόρητο μηδίζειν a charge had been brought against them that they favoured the Medes, Hdt.; so, κατηγορεῖταί τινος ὡς βαρβαρίζει Xen.
4. absol. to be an accuser, appear as prosecutor, Ar., Plat.
II. to signify, indicate, prove, Lat. arguo, c. acc. rei, τι Xen.:c. gen. to tell of, Aesch.
Chinese
原文音譯:kathgoršw 卡持-誒哥雷哦
詞類次數:動詞(22)
原文字根:向下-買 相當於: (עִלָּה)
字義溯源:提出控告,控告,控,告,以為非;源自(κατήγορος / κατήγωρ)=在會議中反對某人),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=對抗)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。撒但是控告者,常常藉著法利賽人和文士來控告主耶穌。以後也繼續控告保羅
同源字:1) (κατηγορέω)提出控告 2) (κατηγορία)原告 3) (κατήγορος / κατήγωρ)控告者比較: (ἐγκαλέω)=告
出現次數:總共(22);太(2);可(2);路(4);約(3);徒(9);羅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 控告(9) 太27:12; 路11:54; 約8:6; 徒24:2; 徒24:8; 徒24:19; 徒25:11; 羅2:15; 啓12:10;
2) 告(4) 可15:3; 路23:2; 路23:10; 約5:45;
3) 要控告(3) 太12:10; 可3:2; 徒28:19;
4) 他⋯控告(1) 徒22:30;
5) 他們⋯告(1) 徒24:13;
6) 要告⋯的(1) 約5:45;
7) 就可控告(1) 徒25:5;
8) 你們控(1) 路23:14;
9) 被告(1) 徒25:16
Lexicon Thucydideum
accusare, to accuse, 1.119.1, 3.44.1, 5.21.3, 6.60.4, 8.85.2, 8.85.3, 8.92.3,
PASS. 1.95.3, 1.95.5,
denuntiare, to announce, give notice, 1.91.1.