ὑδροπάροχος

Revision as of 11:04, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, one who furnishes water for irrigation, POxy.729.13, 2128.2 (ii A. D., pl.), etc.:—hence ὑδρο-παροχία, ἡ, Supp.Epigr.4.515.10 (Ephesus, i A. D.), POxy.137.22 (vi A. D.); ὑδρο-παρόχιον, τό, PLond.3.776.19; ὑδρο-παροχισμός, ὁ, POxy.1590.10 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με την παροχή νερού για άρδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -πάροχος (< παρέχω)].