άρδευση

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

η (AM ἄρδευσις) αρδεύω
νεοελλ.
πότισμα καλλιεργημένης γης με κατάλληλη διοχέτευση του νερού
αρχ.-μσν.
πότισμα.