εὐένδοτος

Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, A easily yielding, γῆ Str.16.1.9; βύρσα Hippiatr. 8. 2 morally weak, Ph.2.269, al.; τὸ εὐ. Id.1.153.

German (Pape)

[Seite 1064] leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤθη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.

Russian (Dvoretsky)

εὐένδοτος: податливый, склонный (πρός τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐένδοτος: -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ εὐένδοτος Στράβων 740.

Greek Monolingual

εὐένδοτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.)
αρχ.
ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-δοτος (< εν-δίδωμι), πρβλ. ανένδοτος].