παρακρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρέμᾰμαι Medium diacritics: παρακρέμαμαι Low diacritics: παρακρέμαμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: parakrémamai Transliteration B: parakremamai Transliteration C: parakremamai Beta Code: parakre/mamai

English (LSJ)

Pass., hang beside, Luc.Asin.23: metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.

Russian (Dvoretsky)

παρακρέμᾰμαι: (только praes., pass. к παρακρεμάννυμι) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.

Greek Monolingual

Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].