εὔθλαστος

Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (θλάω) easily indented or bruised, Arist.Mete.386a26, Hero Spir.1 Praef., Gp.9.17.3.

German (Pape)

[Seite 1069] leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.

Russian (Dvoretsky)

εὔθλαστος: легко раздавливаемый, легко растирающийся (χειρί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθλαστος: -ον, (θλάω) εὔθραυστος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.

Greek Monolingual

εὔθλαστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)].