εύθραυστος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθραυστος, -ον)
1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.)
2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)].