Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλοειδής

From LSJ
Revision as of 19:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοειδής Medium diacritics: στρογγυλοειδής Low diacritics: στρογγυλοειδής Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: strongyloeidḗs Transliteration B: strongyloeidēs Transliteration C: stroggyloeidis Beta Code: strogguloeidh/s

English (LSJ)

ές, of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.

German (Pape)

[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].