ἱερωτός
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ή, όν, Thess. ἱαρωτός, ἱαρουτός, consecrated, Ἀρχ. Ἐφ.1919.52 (Pharsalus, v/iv B.C.), IG 9(2).461 (Crannon).
Greek Monolingual
ἱερωτός και ἱαρωτός και ἱαρουτός, -ή, -όν (Α) ιερώ
αφιερωμένος, καθιερωμένος.