ἐθελοντηδόν
English (LSJ)
Adv. voluntarily, spontaneously, Th.8.98, D.C.53.8; f.l. for sq., Plb.6.31.2.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente Th.8.98, D.C.53.8.2.
German (Pape)
[Seite 718] freiwillig, von freien Stücken, Thuc. 8, 98 u. Folgde, wie D. C. 53, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντηδόν: adv. по своей воле, добровольно Thuc., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντηδόν: ἐπίρρ., ἑκουσίως, Θουκ. 8. 9, Πολύβ. 6. 31, 2.
Greek Monolingual
ἐθελοντηδόν (Α)
εκούσια, αυτοπροαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)].
Greek Monotonic
ἐθελοντηδόν: (ἐθέλω), επίρρ., εκούσια, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐθέλω
adv. voluntarily, Thuc.