θέρμιον

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τό, Dim. of θέρμος, Stud.Pal.22.75.11 (iii A.D.), Gloss., condemned by Thom.Mag.p.183 R.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θέρμος, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.

Greek Monolingual

θέρμιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος νόσου, άφτρα
αρχ.
μικρό λούπινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θέρμος].