συνανέλκω

Revision as of 19:55, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

draw up together, Thphr.CP5.6.3, Ph.2.513, Sch.Ar.Pax706.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich hinauf oder in die Höhe ziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανέλκω: ἀνέλκω ὁμοῦ, ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, Φίλων 2. 513, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 706.

Greek Monolingual

και συνανελκύω Α
έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].