σκηνοφύλαξ

Revision as of 08:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, guard of tents, of a camp, X.HG3.2.5, D.H.10.44, Plu.Pomp.72.

German (Pape)

[Seite 895] ακος, ὁ, Zeltwächter, Wache im Lager; Xen. Hell. 3, 2, 4; Plut. Pomp. 72.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des tentes (d'un camp).
Étymologie: σκηνή, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνοφύλαξ -ακος, ὁ [σκηνή, φύλαξ] bewaker van het kamp.

Russian (Dvoretsky)

σκηνοφύλαξ: ᾰκος ὁ страж шатра или лагерный сторож Xen., Plut.

Greek Monotonic

σκηνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί εγκατεστημένος σε σκηνή, φρουρός σκηνής ή στρατοπέδου, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων, φρουρῶν ἐν καλύβῃ, ἐν σκηνῇ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 5, Διον Ἁλ. 10. 44.

Middle Liddell

σκηνο-φῠ́λαξ, ακος,
a watcher in a tent, Xen.