σκηνοφύλαξ
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, guard of tents, guard of a camp, X.HG3.2.5, D.H.10.44, Plu.Pomp.72.
German (Pape)
[Seite 895] σκηνοφύλακος, ὁ, Zeltwächter, Wache im Lager; Xen. Hell. 3, 2, 4; Plut. Pomp. 72.
French (Bailly abrégé)
σκηνοφύλακος (ὁ) :
gardien des tentes (d'un camp).
Étymologie: σκηνή, φύλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνοφύλαξ σκηνοφύλακος, ὁ [σκηνή, φύλαξ] bewaker van het kamp.
Russian (Dvoretsky)
σκηνοφύλαξ: σκηνοφύλᾰκος ὁ страж шатра или лагерный сторож Xen., Plut.
Greek Monotonic
σκηνοφύλαξ: [ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί εγκατεστημένος σε σκηνή, φρουρός σκηνής ή στρατοπέδου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοφύλαξ: [ῠ], σκηνοφύλᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων, φρουρῶν ἐν καλύβῃ, ἐν σκηνῇ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 5, Διον Ἁλ. 10. 44.