κακοτέρμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, ending ill or with difficulty, ψυγμός Poet.de Herb.94.
German (Pape)
[Seite 1304] ον, einen üblen Ausgang habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτέρμων: -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ μετὰ δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.
Greek Monolingual
κακοτέρμων, -ότερμον (Α)
αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειροτέρμων, βαθυτέρμων.