μολυβδάνθρωπος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ὁ, 'lead-man', symbol in Alchemy, Zos. Alch.p.117B.; cf. ἀργυράνθρωπος.
Greek Monolingual
μολυβδάνθρωπος, ὁ (Α)
(ως ονομ. συμβόλου στην αλχημεία) άνθρωπος από μόλυβδο.