ἀνδρόμορφος
English (LSJ)
ον, of man's form or figure, Apollod.1.6.3, cf. Eust. 1571.45.
Spanish (DGE)
-ον
con forma de hombre de las piernas de Tifón, Apollod.1.6.3, cf. Eust.1571.45.
German (Pape)
[Seite 219] Menschengestalt habend, Apollod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόμορφος: -ον, (μορφή) ἀνδρὸς μορφὴν ἔχων, ἄπλετον μέγεθος ἀνδρόμορφον Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. - Ἐπίρρ. -φως Ἀνών. Κῶδ. Παρ. 1087. φύλλ. 162.
Greek Monolingual
(Α ἀνδρόμορφος)
με ανδρική μορφή.